Αρχή από ένα κείμενο που ποτε δεν γράφτηκε
Ένα πρωί μπορεί να κρατήσει μέσα του μιάν ολόκληρη μέρα. Καί μια στιγμή να αντέξει όσο μια ολόκληρη αιωνιότητα. Μια νότα, μια ζωή, μια καρδιά μιά δύναμη. Έανς δυνατός αέρας να φυσάει στα πνευμόνια μας σαν την πνοή που δωσε ο Θεός στον Αδαμ. Ένας ατρόμητος φόβος, μια ψυχή που ανέβηκε στά άστρα χωρίς να ξέρει ποιός είναι ο τρόπος που θά έβρισκε αργότερα ώστε να κατέβει αναίμακτα. Καί χωρίς πάθος. Ο Θεός γέμισε τόν άνθρωπο με φόβο για όλα όσα δεν ηταν, γιά όλα όσα δεν θα μπόρεγε ποτέ να γνωρίσει, σαν είδος τιμωρίας για την πτώση του για την δοκιμή των απαγορευμένων φρούτων που τόλμησε να αγοράσει πουλώντας την ησυχία της ψυχής του. Καί στο χέρι μας ηταν και είναι να αγοράσουμε πίσω όλα αυτά τα οποία χάσαμε τότε, πολλές φορές πουλώντας πίσω κάτι το οποίο δεν είχαμε ποτέ δικό μας: την ίδια μας την ψυχή.
Πέρασαν πιά τα χρόνια και οι στιγμές γίνανε πιά τόσο γρήγορες. Περάσαν πιά οι λεπτομέρειες και τα αργά χτυπήματα τού ρολογιού. Ο χρόνος καί ο σκληρός Θεός του ο Κρόνος γινανε φορείς ενός έρωτα και μιάς αρρώστιας που κανένας δεν μπορεί να γιατρέψει. Ποιός ξέρει τί ειναι το χτύπημα ενός αργού ρυθμού στα ψυχρά μας ματογυάλια τόν χειμώνα. Ποιός ξέρει τι ειναι να γερνάς κρατώντας για μυστικα όλα τα πράγματα που δεν μπορούν τα χρόνια σου και οι στιγμές σου να κρατήσουνε στα γεμάτα πιά χέρια τους. Απόψε όλα ειναι τόσο ίδια όσο και κάθε άλλη στιγμή μπορεί να γίνει ίδια, και απόψε όπως και κάθε βράδυ κοιτώ τα βαριά μου βήματα καθώς απομένω να ψάχνω για ευτυχία σε στιγμές πού ξέφυγαν από κάθε έλεγχο. Ο αρρωστιάρης γέρος δεν έχει άλλο να κάνει από το νά μετρά. Λίγο όπως μετράνε τα παιδιά, λίγο όπως μετράνε οι τρελλοί κουνώντας το σώμα τους παλινδρομικά σαν ανθρώπινο και τόσο φυσιολογικό εκκρεμές. O tempora…
O mores. Μά ποιός μπορεί να καταλάβει τι μπορώ να εννοήσω. Κάπου κάποιος κάποτε, γεμισμένος από την αδυσώπητη ενοχή γιά έναν πόλεμο που ίσως να ηταν αιτία η ίδια του η ύπαρξη, έγραψε την φράση που γεμίζει τήν υπόλοιπη κουβέντα μου. Γιατί, πραγματικά, αν μιλούσε ένα λιοντάρι δεν θα μπορούσαμε να το καταλάβουμε. Την στιγμή που εμείς οι ανθρώποι μιλούμε για πράγματα που είναι τοσο οικεία μας που θα επρεπε να μας γεμίζουνε με την αλήθεια τους μα το μόνο που αποκτούμε είναι μια απορία και μια αίσθηση ικανοποίησης που δεν έχει καμιά σχέση με αληθινή κατανόηση, με την αλήθεια. Αν όλοι οι ανθρώποι μιλούσαν, δεν θα μπορούσαμε να τους καταλάβουμε, γιατι τον μόνο που μπορούμε να καταλάβουμε είναι ο εαυτός μας στην γλυκεία του πορεία πρός τα γηρατειά και την αχρηστία. Κι ο καθένας μπορέι να καταλάβει μονάχα την δικιά του και μονάχα την δικιά του αέναη πορεία που τελειώνει στο τέλος της κατανόησης του. Και σε ρωτάω κρυφογελώντας: κατάλαβες;