‘The Corrections’, Jonathan Franzen
Θυμάμαι ακόμη την στιγμή που συνειδητοποίησα πως ο πατέρας μου ήταν ‘θνητός’… Ήταν ένα χειμωνιάτικο βράδυ από τα λίγα που δεν δούλευε και βρισκόταν στο σπίτι. Καθόταν στον καναπέ βλέπωντας τηλεόραση και καθώς καθάριζε ένα μήλο με το μαχαίρι πρόσεξα πως τα χέρια του έτρεμαν. Ίσως η ασήμαντη αυτή λεπτομέρεια να ξέφευγε απαρατήρητη υπό άλλες συνθήκες. Ο διάβολος όμως που κρύβεται στις λεπτομέρειες έφερε έναν ρίγο στο κορμί μου μιας προφητικής συνειδητοποίησης για όλα όσα θα ακολουθούσαν πολλά χρόνια αργότερα.
[Κατ στο σήμερα]
Διαβάζωντας το ‘The Corrections’ του Franzen θα έπρεπε λογικά να νιώσω κάποια μορφή συναισθηματικής ταύτισης για τα τρία παιδιά του βιβλίου που αντιμετωπίζουν έναν ισχυρογνώμονα ‘θεό’ πατέρα που υποκύπτει σιγά σιγά από τόν εκφυλισμό της Πάρκινσον. Θα έπρεπε κάπου, κάποια στιγμή να ‘δω’ τον πατέρα μου στην θέση του ήρωα, την μητερα μου στην θέση της γυναίκας του. Όμως αυτό δεν έγινε ούτε για μια στιγμή. Απλώς γιατί όλα τα κοινά χαρακτηριστικά που έχουν αντιμετωπίσει άνθρωποι που χρειάστηκαν να περιθάλψουν ανθρώπους με εκφυλιστικές ασθένειες λείπουν εντελώς από το βιβλίο – και δυστυχώς δεν αντικαθίστανται από την απλή γραφική αναφορά στην ακράτεια και τις παραισθήσεις. Η συναισθηματική φόρτιση στην αντιμετώπιση της καθημερινότητας αυτών των ανθρώπων είναι εντελώς απούσα από το βιβλίο – ή μάλλον είναι παρούσα στις τελευταίες μόνο σελίδες, εκεί που το βιβλίο θα μπορούσε να είναι τέλειο, μα δεν είναι.
Από την άλλη ίσως να φταίει και το γεγονός ότι κανένας από τους χαρακτήρες του βιβλίου δεν είναι αρεστό πρόσωπο. Δεν ξέρω αν αυτό είναι μια μόδα της μεταμοντέρνας λογοτεχνίας (στην οποία φοβάμαι πως και γω έχω υποπέσει) το στήσιμο εντελώς dysfunctional (pos to lete ento sto ellanta?) καταστάσεων και οικογενειών, μα σίγουρα οι Correcions κερδίζουν στην συμμετοχή τους σ’ αυτό το κλισέ και ως συνολο μα και ως επιμέρους χαρακτήρες – οι οποίοι ομολογώ πως είναι εξαιρετικά καλά διαμορφωμένοι.
Τέλος αυτό που με παραξένεψε πάρα πολύ ήταν η αλλαγή στην γλώσσα του βιβλίου, η οποία ξεκινά περίτεχνη και λεπτομερής με τρόπο που δινει σπάνια ώθηση στο βιβλίο για να καταλήξει στο μέσο του βιβλίου εντελώς απλή και στηριζόμενη σε δίαλόγους – και μόνο, κάποιες φορές – για να περιγράψουν το όλο σκηνικό. Αισθάνθηκα διαβάζωντας αυτή την άλλαγη πως κάτι συνέβη στο έντιτινγκ του βιβλίου που το έστρεψε από ένα σημείο και μετά στην απλούστευσή του, που για μένα όμως λειτούργησε σαν το χάσιμο της αρχικής ορμής με έναν μάλλον απότομο τρόπο.
Θα μπορούσα άραγε να δω το βιβλίο εντελώς αντικειμενικά αντιμετωπίζωντάς το σαν ‘το μεγάλο αμερικάνικο μυθιστόρημα’ (όπως ακούγεται γι’ αυτό); Μονάχα αν θα μπορούσα να ανασύρρω από την ανάγνωσή του την σάτιρα για την αμερικανική dysfunctional οικογένεια, η οποία αν και παρούσα εμένα για προσωπικούς λόγους με άφησε εντελώς αμέτοχο. Μονάχα αν θα μπορούσα να αντιμετωπίσω την Πάρκινσον σαν ένας εξωτερικός παρατηρητής χωρίς προσωπική συμμετοχή. Η Πάρκινσον εκτός από το πρόσωπο εκφυλίζει εντελώς και την την οικογένεια και τους δεσμούς της, όμως στο The Corrections φαίνεται να λειτουργεί εντελώς αντίστροφα, οδηγώντας σε σύνδεση μια εντελώς εκφυλισμένη αρχικά οικογένεια. Δεν είναι θέση μου να πω αν απέτυχε ο Franzen σ’ αυτή την ανάπτυξη, η οποία και αυτή στηρίζεται σε προσωπικούς λόγους, αλλά απλώς οι δικές του διορθώσεις άφησαν την δικιά μου ψυχή αδιόρθωτη…
Υποθέτω σκέφτηκες πως η γλώσσα που εκπίπτει είναι μια υπόγεια αναφορά στην ίδια την εκφυλιστική κατάσταση της νόσου. Σκέψου πως στα πρώτα κεφάλαια ήρωες είναι οι δύο αδερφοί (ο γουαναμπη συγγραφέας Τσιπ και ο επιτυχημένος Γκάρυ) ενώ σταδιακά η πλοκή μετατίθεται στον «γήπεδο» του άρρωστου Αλφρεντ. Νομίζω πως υπογείως (ίσως και υποσυνείδητα, αν και ο Φράνζεν θα με σκότωνε αν το έλεγα) αυτή η αλλαγή στη γλώσσα (που θυμάμαι να την εντοπίζω κι εγώ αρά δεν είναι «αίσθηση») είναι υπαινιγμός για την φθίνουσα πορεία των Λαμπερτ γενικότερα.
Φυσικά ΚΑΙ αυτό το έχει κάνει πρώτος ο Τζόυς.
Χριστόφορος (Ζαπάτα) said this on 3 Δεκεμβρίου, 2014 στις 9:04 μμ |