‘Little Wilson and Big God’, Anthony Burgess
Είχα πάντα ανάμεικτα συναισθήματα για τον Anthony Burgess. Έχω διαβάσει αρκετά από τα – πολλά – βιβλία του (αγαπημένο μου το Dead Man in Deptford που θαθελα να μιλησω λιγο ξεχωριστα γι’ αυτό κάποια στιγμή), έχω ακούσει κάποιες από τις μουσικές συνθέσεις του, έχω διαβάσει αρκετά από τα πολλά βιβλία δοκιμίων και κριτικής του (κυρίως με έμφαση τις μελέτες του πάνω στον Joyce και το Finnegans Wake.). (και ίσως να μετράει και πως το Clockwork Orange είναι η αγαπημένη μου ταινία του Kubrick). Σε όλες μου σχεδόν τις επαφές μαζί του ενώ όλα ξεκίναγαν καλά με μια ορμή και προσμονή που για λίγα πρόσωπα και συγγραφείς έχω, κατέληγα κάπου στο μέσο του έργου να νιώθω μια κοιλιά και μια ανία που είχα πάντα την αίσθηση πως το ίδιο πρέπει να ένιωθε και ο Burgess όταν το έγραφε.
Το Little Wilson and Big God, το πρώτο μέρος της αυτοβιογραφίας του ή μάλλον των εξομολογήσεων του πάσχει από το ίδιο ακριβώς φαινόμενο. Την ορμητική αρχή με ένα ξεκίνημα που σε αφήνει σχεδόν άπνοο με την γλώσσα, τον δυναμισμό, την σπιρτάδα και το wit (πως μετταφράζεται το wit στα ελληνικά αλήθεια;), που καταλήγει σε μια λίγο κουραστική και ίσως φλύαρη διήγηση γεγονότων που κατά τμήματα μόνο φαίνεται να ήταν ενδιαφέροντα.
Όμως, αν και έχω πάψει εδω και χρόνια να διαβάζω βιογραφίες λογοτεχνών – κατά έναν λόγο γιατί θέλω να έχω εντελώς ξεχωριστά το πρόσωπο από το έργο, χωρίς τις περισσότερες φορές, να νιώσω την ανάγκη να δω τον συγγραφέα σαν υπόοσταση μέσα από το έργο – το Little Wilson and Big God ίσως να είναι μοναδικό στον τρόπο με τον οποίο η εξομολόγηση του Burgess γίνεται χωρίς να προσπαθεί να εκθειάσει κανένα τμήμα του χαρακτήρα του – φαντάζομαι το αντίθετο σε κάποια κομμάτια και με αυτήν την έννοια ρίχνει κάποιο φως σε τμήματα και εμμονές του έργου του Burgess που δύσκολα θα πρόσεχα χωρίς αυτή (και που σήμερα έρχονται στο φως εκ των υστέρων).
Διαβάζωντας το Little Wilson and Big God φαντάζομαι τον Burgess με ενα πουράκι στο ένα χέρι και με το κλασικό του gin and tonic στο άλλο, να υπαγορεύει τον τεράστιο αυτό μονόλογο στο χαρτί σε μια κατάσταση αναπόλησης για μια τόσο πλούσια και γεμάτη ζωή. Ο καπνός, το αλκοόλ, η γλώσσα. Τρεις από τις ευτυχίες της ζωής του (μένουν έξω το σεξ και η μουσική) που φαίνεται να τον γέμισαν καθώς έγραφε το Little Wilson and Big God. Για άλλη μια φορά η ορμή μου για τον δεύτερο μέρος, το You’ve had your Time είναι δυναμωμένη.