‘Reservoir 13’, Jon McGregor

Έχω μια αρχή στα βιβλία που διαβάζω: Ουαί κι αλίμονο τους αν αντιληφθώ κάποια στιγμή στην πορεία πως ο συγγραφέας προσπαθεί να ‘παίξει’ με τον αναγνώστη, να τον κοροιδέψει με τρόπο που θα τον κάνει στην συνέχεια να αγανκτήσει ή να πετάξει το βιβλίο στον τοίχο. Ναι, είναι κανόνας, με τον αναγώστη δεν παίζουμε – με τον κριτικό παίξτε ελεύθερα. Τον αναγνώστη τον αγαπάμε και τον κρατάμε σύντροφό μας σε όλη την πορεία της ανάγνωσης – κι ακόμα παραπέρα. Κι αν τολμήσουμε να παίξουμε με τον αναγνώστη τότε καλύτερα το όνομά μας να τελειωνει σε -αμπόκοφ ή σε -έλλου ή άντε και σε -όρχες.

Όμως, να που εδώ, στο πλαίσιο αυτού του Reservoir 13 αυτό το παιχνίδι που το αντιλαμβάνεται σιγά σιγά ο αναγνώστης καθώς προχωρεί η ανάγνωση αρχίζει και γίνεται εθιστικά απολαυστικό – και λυπάμαι που το λέω – με έναν αρκετά μαζοχιστικό τρόπο. Παραβαίνω μια αρχή που έχω όταν γράφω για βιβλία που αφορά στο να μην ασχολούμαι με την πλοκή, και εδω είμαι αναγκασμένος να το κάνω: Το στόρυ πίσω από το Reservoir 13 είναι αυτό της εξαφάνισης ενός 13χρονου κοριτσιού. Όμως [μικροσπόιλερ αλερτ] η εξαφάνιση για τον McGregor είναι μόνο ένα πρόσχημα με την ευκαιρία του οποίου θα μιλήσει για όλους και για όλα, για όλο το χωριό που συνεχίζει (;) να ζει την ζωή του φυσιοολογικά, για την ανείπωτη βαρβαρότητα της αγγλικής (και όχι μόνο) επαρχίας, για την υποτονική καθημερινότητα μικροηρώων που αν και δεν εμφανίζονται παρά μόνο σπασμωδικά μένουν στον εγκέφαλο σαν έντονες φιγούρες από κάποιο αγγλικό σίτκομ. Κι ο χρόνος περνάει, και με έναν αδυσώπητο τρόπο η απώλεια χαράσσεται στην μνήμη όλο και παλιότερα, όλο και πιο αχνά.

Καθώς τα κεφάλαια προχωρούν, και με το ‘αβαντάζ’ πάνω στον συγγραφέα του να βλέπεις πόσες σελίδες απομένουν για το τέλος ο αναγνώστης δεν είναι δυνατόν να μην αντιμετωπίσει το βιβλίο σαν ένα στοίχημα: Θα καταφέρει ο McGregor να πετύχει σ’ αυτό το φιλόδοξο πλάνο; Θα μπορέσει αυτό το εμφανώς και προφανώς χαοτικό βιβλίο – τυχαίου περιπάτου – να αντέξει το υπόλοιπο του, να σταθεί στα πόδια του και να μην διαλυθεί σ’ όλα αυτά στα οποία τυχαία(;) μαζεύτηκαν επάνω του; Θεωρώ πως ο McGregor όχι μόνο το κατάφερε αλλά και με το παραπάνω, γιατί τελικά όλη αυτή η ανυπομονησία μετατρέπεται αυτόματα στις τελευταίες σελίδες σε συναίσθημα και σε μια έντονη διαπίστωση για τους ανθρώπους και τη ζωή τους. Το εγχείρημα του McGregor επαναλαμβάνω είναι πολύ δύσκολο αλλά θεωρώ πως το κατάφερε μόνο επειδή ένα προηγούμενο βιβλίο του – το If Nobody Speaks of Remarkable Things – έδρασε σαν ένα προοίμιο και σαν μια δοκιμή γι αυτό το ύφος που τελειωποίησε με το Reservoir 13.

Κάνω, λοιπόν, μια εξαίρεση στον κανόνα και στην αρχή της πρώτης παραγράφου και ομολογώ πως, ναι, αν και κατά βάθος το Reservoir 13 θα έπρεπε να το μισήσω, τελικά το θεωρώ εξαιρετικό τόσο σαν σύλληψη όσο και σαν εκτέλεση. Όμως τώρα, μ αυτό το βιβλίο ο πήχυς είναι πολύ ψηλά για τον McGregor. Για να δούμε στη συνέχεια.

~ από basileios στο 16 Φεβρουαρίου, 2018.

Σχολιάστε