‘Reservoir 13’, Jon McGregor

•16 Φεβρουαρίου, 2018 • Σχολιάστε

Έχω μια αρχή στα βιβλία που διαβάζω: Ουαί κι αλίμονο τους αν αντιληφθώ κάποια στιγμή στην πορεία πως ο συγγραφέας προσπαθεί να ‘παίξει’ με τον αναγνώστη, να τον κοροιδέψει με τρόπο που θα τον κάνει στην συνέχεια να αγανκτήσει ή να πετάξει το βιβλίο στον τοίχο. Ναι, είναι κανόνας, με τον αναγώστη δεν παίζουμε – με τον κριτικό παίξτε ελεύθερα. Τον αναγνώστη τον αγαπάμε και τον κρατάμε σύντροφό μας σε όλη την πορεία της ανάγνωσης – κι ακόμα παραπέρα. Κι αν τολμήσουμε να παίξουμε με τον αναγνώστη τότε καλύτερα το όνομά μας να τελειωνει σε -αμπόκοφ ή σε -έλλου ή άντε και σε -όρχες.

Όμως, να που εδώ, στο πλαίσιο αυτού του Reservoir 13 αυτό το παιχνίδι που το αντιλαμβάνεται σιγά σιγά ο αναγνώστης καθώς προχωρεί η ανάγνωση αρχίζει και γίνεται εθιστικά απολαυστικό – και λυπάμαι που το λέω – με έναν αρκετά μαζοχιστικό τρόπο. Παραβαίνω μια αρχή που έχω όταν γράφω για βιβλία που αφορά στο να μην ασχολούμαι με την πλοκή, και εδω είμαι αναγκασμένος να το κάνω: Το στόρυ πίσω από το Reservoir 13 είναι αυτό της εξαφάνισης ενός 13χρονου κοριτσιού. Όμως [μικροσπόιλερ αλερτ] η εξαφάνιση για τον McGregor είναι μόνο ένα πρόσχημα με την ευκαιρία του οποίου θα μιλήσει για όλους και για όλα, για όλο το χωριό που συνεχίζει (;) να ζει την ζωή του φυσιοολογικά, για την ανείπωτη βαρβαρότητα της αγγλικής (και όχι μόνο) επαρχίας, για την υποτονική καθημερινότητα μικροηρώων που αν και δεν εμφανίζονται παρά μόνο σπασμωδικά μένουν στον εγκέφαλο σαν έντονες φιγούρες από κάποιο αγγλικό σίτκομ. Κι ο χρόνος περνάει, και με έναν αδυσώπητο τρόπο η απώλεια χαράσσεται στην μνήμη όλο και παλιότερα, όλο και πιο αχνά.

Καθώς τα κεφάλαια προχωρούν, και με το ‘αβαντάζ’ πάνω στον συγγραφέα του να βλέπεις πόσες σελίδες απομένουν για το τέλος ο αναγνώστης δεν είναι δυνατόν να μην αντιμετωπίσει το βιβλίο σαν ένα στοίχημα: Θα καταφέρει ο McGregor να πετύχει σ’ αυτό το φιλόδοξο πλάνο; Θα μπορέσει αυτό το εμφανώς και προφανώς χαοτικό βιβλίο – τυχαίου περιπάτου – να αντέξει το υπόλοιπο του, να σταθεί στα πόδια του και να μην διαλυθεί σ’ όλα αυτά στα οποία τυχαία(;) μαζεύτηκαν επάνω του; Θεωρώ πως ο McGregor όχι μόνο το κατάφερε αλλά και με το παραπάνω, γιατί τελικά όλη αυτή η ανυπομονησία μετατρέπεται αυτόματα στις τελευταίες σελίδες σε συναίσθημα και σε μια έντονη διαπίστωση για τους ανθρώπους και τη ζωή τους. Το εγχείρημα του McGregor επαναλαμβάνω είναι πολύ δύσκολο αλλά θεωρώ πως το κατάφερε μόνο επειδή ένα προηγούμενο βιβλίο του – το If Nobody Speaks of Remarkable Things – έδρασε σαν ένα προοίμιο και σαν μια δοκιμή γι αυτό το ύφος που τελειωποίησε με το Reservoir 13.

Κάνω, λοιπόν, μια εξαίρεση στον κανόνα και στην αρχή της πρώτης παραγράφου και ομολογώ πως, ναι, αν και κατά βάθος το Reservoir 13 θα έπρεπε να το μισήσω, τελικά το θεωρώ εξαιρετικό τόσο σαν σύλληψη όσο και σαν εκτέλεση. Όμως τώρα, μ αυτό το βιβλίο ο πήχυς είναι πολύ ψηλά για τον McGregor. Για να δούμε στη συνέχεια.

‘Trespass’, Rose Tremain

•31 Ιανουαρίου, 2018 • Σχολιάστε

Στην βιβλιοθήκη μου έχω (πλάι στην πρώτη έκδοση του Infinite Jest) ένα υπογεγραμμένο αντίτυπο από το Sacred Country της Rose Tremain. Ήταν ένα από τα πρώτα βιβλία που αγόρασα όταν μετακόμισα στο Λονδίνο το 1991 και ένα βιβλίο που 27 χρόνια μετά το θυμάμαι με λεπτομέρειες. Ταυτόχρονα ήταν και εξακολουθεί να είναι, πίσω από ένα έντονο κωμικό στοιχείο, απ’ τα πιο καταθλιπτικά βιβλία που έχω διαβάσει ποτέ. Ήταν τόσο αρνητική η επιρροή του ββλίου αυτού πάνω μου που δεν ξαναθέλησα να διαβάσω βιβλίο της Tremain.   Ώσπου αποφάσισα να επιστρέψω με το Trespass. 

Αντιμετωπίζοντας το Trespass  σαν να επρόκειτο για κάτι επικίνδυνο που θα με οδηγούσε πέρα από όρια που θα ήθελα να αντέξω ξεκίνησα την ανάγνωση για να επιβεβαιωθεί κάτι που ήταν σίγουρο και από το προηγούμενο βιβλίο: Η Rose Tremain γράφει τόσο διεισδυτικά όσο λίγοι συγγραφείς και μπαίνει τόσο μέσα στην ψυχή των ηρώων της που ειλικρινά φτάνω να ζηλεύω την δικιά της πνευματική ισορροπία πίσω από την συγγραφική της ‘μέθοδο’.

Το Trespass  είναι βιβλίο που θα ήθελες να κατατάξεις σαν βιβλίο μυστηρίου, μια που στο κέντρο του βρίσκεται ένας φόνος. Όμως πίσω από την τυπική αυτή πράξη του φόνου και την λύση του μυστηρίου βρίσκονται δεκάδες μικροιστορίες που λειτουργούν σαν διειδυτικές εμβαθύνσεις στον κάθε ήρωα, χωρίς να νιώθεις όμως πως είναι οτιδήποτε εκτός θέματος γιατί όλα τελικά έχουν την θέση τους στο παζλ της λύσης (μα ποιάς λύσης; ποιος ενδιαφέρεται για την λύση τελικά;).

Η ουσία είναι πως η Tremain ξέρει να γράφει τόσο καλά και τόσο στο πνεύμα αυτό που θα λέγαμε ‘παλιά καλή λογοτεχνία’, που δεν χρειάζεται κόλπα και ψέμματα για να μιλήσει για το τι είναι σημαντικό για την ανθρώπινη ψυχή σήμερα. Κι αυτό πράγματικά το ζηλεύω και σαν αναγνώστης και σαν συγγραφέας.

Μ’ αυτή την νέα γεύση βιβλίου της Tremain σίγουρα θα διαβάσω και άλλα. Όχι γιατί έπαψε να με τρομάζει το Sacred Country, αλλά γιατί υπάρχει μια νηφάλια ευχαρίστηση πίσω απ΄αυτήν της τη διεισδυτικότητα ακόμη κι όταν τρομάζει με την λεπτομέρεια και την ευστοχία της.

‘Insatiability’, Stanisław Witkiewicz

•10 Νοεμβρίου, 2017 • 1 σχόλιο

Πολύ σπάνια κλείνω την τελευταία σελίδα ενός βιβλίου και αναρρωτιέμαι μες στα επόμενα δευτερόλεπτα για το τι ακριβώς διάβασα. Σχεδόν πάντα υπάρχει η δυνατή αίσθηση της παρουσίας του που αφήνει τα χνάρια στην συνείδηση και στη μνήμη. Όμως κάποιες φορές συμβαίνει το περίεργο του να μην έχεις κανένα αίσθημα. Κι αυτό σημαίνει ή πως το βιβλίο είναι ένα αριστούργημα ή απλά μια ‘μάπα’ που δεν μπόρεσε να μ’ ακουμπήσει σε τίποτε. Η Insatiability – Αδηφαγία στην ελληνική μετάφραση που βγήκε πριν κάποια χρόνια απ΄τον Κεδρο – είναι ακριβώς αυτό το βιβλίο που σ’ αφήνει αναίσθητο στο τέλος, να αναρρωτιέσαι – μετά από πολύ προσπάθεια – για το τι και πως ακριβώς διάβασες μόλις τώρα. Και το σίγουρο είναι πως εδώ πρόκειται για ένα αριστούργημα τεραστίων διαστάσεων.

Από που να ξεκινήσει κανείς γι’ αυτό το βιβλίο (για να τελειώσει δεν υπάρχει περίπτωση). Από την ευφάνταστη διήγηση που οδηγεί σε απρόοπτα, σε αγωνία και σε ένα εντελώς απρόσμενο τέλος; Από την γλώσσα που είναι τόσο πυκνή που σε οδηγεί σε οργασμικές κλιμακώσεις στην ανάπτυξή της (που φαντάζομαι είναι ικανές να τρελάνουν τον μεταφραστή); Ή από την ανάπτυξη των χαρακτήρων οι οποίοι σε αντίθεση με τα συνηθισμένα μοντερνιστικά και μεταμοντέρνα βιβλία εμφανίζονται στον αναγνώστη πλήρεις και πραγματικοί πίσω από το πλέγμα της γλώσσας και των παραγράφων.

Το βασικό ζήτημα στον Witkiewitz και στην Insatiability είναι η απόλυτη βαρετή πτώση της δυτικής κοινωνίας με το πέρασμα του χρόνου και σε συνδυασμό με την αντιπαράστασή της με την ψυχρή ανάπτυξη του οκοκληρωτισμού. Ο Βιτκιεβιτζ μεσα στην δεκαετία του 30 ζει βλέποντας απ΄το δεξί του χέρι την κομμουνιστική ισοπέδωση και από το αριστερό του την ναζιστική τανάλια που σπρώχνουν και οι δύο σαν την οδοντόκρεμμα έξω απ΄το σωληνάριό της την όποια ισορροπία υπήρχε στην διεφθαρμένη από πριν κοινωνία της Πολωνίας (αλλά όχι μόνο). Μ’ αυτό το δεδομένο η ίδια η παρουσία του ολοκληρωτισμού φαντάζει στον Witkiewitz απόλυτα φυσιολογική – πίσω κι από το πέπλο της πλύσης εγκεφάλου που δέχεται το σύστημα – αλλά ταυτόχρονα και πικρά αναπόφευκτη. Ο ίδιος ο Witkiewicz, μια πραγματική πολυεπίπεδη ιδιοφυία, αυτοκτονεί την μέρα που τα σοβιετικά στρατεύματα εισβάλουν στην Πολωνία.

Τέλειωσα αυτό το βιβλίο εδώ και περίπου ένα μήνα κι όμως δεν έβρισκα λόγια για να περιγράψω αυτή την κατάσταση της αναιδούς απουσίας πίσω απ΄το τέλος αυτού του βιβλίου. Αναμφισβήτητα πρόκειται για ένα πολύ δύσκολο και δυσνόητο βιβλίο, αναμφισβήτα πρόκειται για ένα βιβλίο που θα ξενίζει τόσο με την κυνικότητα όσο και με την πλοκή του. Αλλά αναμφισβήτητα πρόκειται για ένα τεράστιο αριστούργημα που θα ήθελα να ξαναδιαβάσω σύντομα. Μήπως και με την δεύτερη ανάγνωση νιώσω κάπως διαφορετικά στο τέλος του.

‘Hotel New York’, Βλάσσης Τρεχλής

•23 Οκτωβρίου, 2017 • Σχολιάστε

Για μένα ήταν πάντα ένα πολύ ενδιαφέρον ζήτημα στην Φυσική το πως γίνεται να ξεκινάς από εξισώσεις κίνησης (όπως ο 2ος νόμος του Νεύτωνα) οι οποίες είναι συμμετρικές ως προς τον χρόνο και να καταλήγεις στην στατιστική Φυσική σε έννοιες όπως η Εντροπία και η εξίσωση Liouville οι οποίες έχουν ένα συγκεκριμένο ‘βέλος’ του χρόνου στην ανάπτυξή τους και που παύουν να είναι συμμετρικές. Αυτή η ασυμμετρία αποτελεί ένα πλαίσιο για όλα όσα ‘ενδιαφέροντα’ συμβαίνουν στον χώρο γύρω μας αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και ένα γοητευτικό θέμα για τους φυσικούς (αλλά όχι μόνο).

Με έναν παράλληλο τρόπο στην ανθρώπινη Ιστορία είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον πως η Μεγάλη Εικόνα της ιστορίας διαμορφώνεται σαν μια ‘στατιστική οντότητα’ πίσω από τις επι μέρους ατομικές ιστορίες ανθρώπων. Το εντυπωσιακό (και πολύ ενδιαφέρον εδώ) είναι πως ενώ ο καθένας από εμάς συνήθως χρησιμοποιεί την λογική ή συγκεκριμένες παραδοχές για να διαμορφώσει τις επι μέρους πράξεις του, το σύνολο που τελικά οδηγεί την Ιστορία φαντάζει μερικές φορές τόσο παράλογο και περίεργο (και φυσικά ποτέ συμμετρικό ως προς τον χρόνο) που αναρρωτιέται κανείς τι ακριβώς συμβαίνει, και που βρίσκεται το όριο αυτής της συνολικής συμπεριφοράς.

Αυτό που συνήθως ονομάζουμε ‘ιστορικό μυθιστόρημα’ μπορεί θεωρητικά να καταπιάνεται με την ανάπτυξη μιας αφήγησης στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου ιστορικού πλαισίου αλλά συνήθως ακολουθεί αυτό που θα λέγαμε ‘κανόνα του μέσου όρου’ και οδηγεί τους ήρωες και τα πρόσωπα του βιβλίου σαν καρυδότσουφλα πάνω στο κύμα της ιστορίας και όχι το αντίθετο (δηλαδή την δημιουργία του Ιστορικού πλαισίου με βάση τις επι μέρους αφηγήσεις). Πράγμα απόλυτα κατανοητό, μια που κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά δύσκολο και λογοτεχνικά ριψοκίνδυνο.

Μ’ αυτήν την έννοια μονάχα βιβλία που αφορούν στην πολυπλοκότητα και το χάος μιας εποχής μπορώ να σκεφτώ που να μπορούν να ακουμπήσουν αυτή τη δυναμική οργάνωση της Ιστορίας. Ένα τέτοιο είναι το Against the Day του Pynchon. Ένα τέτοιο είναι το USA του John Dos Passos. Αλλά και ένα τέτοιο είναι και το Hotel New York του Τρεχλή.

Αναμφισβήτητα η εποχή απ΄ το 1900 έως το 1920 αποτελεί μια από τις πιο ενδιαφέρουσες και πολύπλοκες εποχές στην σύγχρονη ανθρώπινη ιστορία, και υπόβαθρο τόσο του Against the Day όσο και του Hotel New York. Το χάος αλλά και η δηνιουργικότητα αποτελούν κεντρικό σημείο των ηρώων και στα δυο βιβλία αλλά ειδικά στο βιβλίο του Τρεχλή το έντονο ελληνικό στοιχείο κάνει την όλη αφήγηση πολύ πιο εύπεπτη για έναν Έλληνα αναγνώστη.

Το Hotel New York ομολογουμένως ξενίζει με την αναπτυξή του, μια που όπως τα κεφάλαια και τα μέρη του βιβλίου αλλάζουν, ο αναγνώστης (εγώ τουλάχιστον) νιώθει την ασυμμετρία του χρόνου και της ανάπτυξης να τον αναγκάζουν να αναρρωτηθεί τι ακριβώς διαβάζει. Μια προσωπική ιστορία; Μια ιστορία της εποχής; Μια σειρά απο θεωρητικές σκέψεις για την τέχνη και την αισθητική; Ή ένα σύνολο που λίγο έχει να κάνει με τα παραπάνω αλλά έχει περισσότερο να κάνει με την εσωτερική ανάγκη του ίδιου του συγγραφέα να βάλει τη θέση του στον κόσμο; Η αλήθεια είναι πως δεν έχω απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα, αλλά αυτή η αλλαγή στην εστίαση του κάθε μέρους του βιβλίου, σαν την αλλαγή στο τέμπο ενός μουσικού έργου κάνει το βιβλίο εξαιρετικά ενδιαφέρον σαν σύνολο, φτάνοντας ακόμη και να ενοχλήσει που η γραμμική ανάπτυξη δεν αποτελεί τμήμα του.

Από εκεί και πέρα νομίζω η επιτυχία του βιβλίου βρίσκεται ακριβώς στο ότι ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται να σπρώξει τον ήρωα και τους ήρωες πάνω στο πλαίσιο της Ιστορίας αλλά κάνει ακριβώς το αντίθετο: προσπαθεί να τον εντάξει σαν κινητήριο δύναμη μιας εποχής και ενός αιώνα που θα φέρει τόσα δεινά στην Ευρώπη και τον κόσμο. Οι ‘μικροιστορίες’ και ‘μικροδιηγήσεις’ που αποτελούν τα δομικά χαρακτηριστικά του βιβλίου είναι σαν μικρές συμμετρικές ‘εξισώσεις κίνησης’ που οδηγούν τελικά σε ένα πολύπλοκο σύνολο ενώ από μόνες τους φαντάζουν τόσο απλές. Αλλά υπάρχει στ’ αλήθεια τίποτε απλό στον τρόπο με τον οποίο ενεργούν οι άνθρωποι;

‘The Garden of Evening Mists’, Tan Twan Eng.

•9 Οκτωβρίου, 2017 • Σχολιάστε

Όταν ο πατέρας μου βρισκόταν στην ηλικία μου είχε περάσει: έναν (1) παγκόσμιο πόλεμο, έναν (1) εμφύλιο (που ήταν υπεύθυνος για το θάνατο δυο αδερφών του και για το σκόρπισμα της οικογένειας σε Ρωσία, Γερμανία, εξορίες…), μια (1) χούντα, συνολικά τριάντα (30) χρόνια πείνας και απίστευτης φτώχιας, τρία (3) χρόνια μετανάστης στην Γερμανία, μόλις είχε απολυθεί από την προηγούμενη δουλειά του και δούλευε 17ωρα προσωρινα για ψίχουλα ενώ έψαχνε για νέα δουλειά. Δεκαπέντα χρόνια αργότερα βρισκόταν στο πρώτο στάδιο της Alzheimer και όλη αυτό το παρελθόν θα εξαφανιστεί σιγά σιγά απ΄το πρόσωπό του.

Στ’ αλήθεια δε μπορώ να φανταστώ χειρότερη κατάληξη – όχι μόνο γιατί την ένιωσα από τόσο κοντά – όσο γιατί αυτή η διάλυση της προσωπικής ιστορίας μ’ αυτόν τον αδυσώπητο τρόπο είναι κάτι που με τρομάζει. Το να συμφιλωθεί κανείς με την απόλυτη λήθη δεν είναι απλό πράγμα παρόλο που πραγματικά η ματαιότητα των πάντων είναι η μόνη τελική αλήθεια.

Η ηρωίδα του The Garden of Evening Mists οδηγείται σιγά σιγα στην αφασία και στην απόλυτη λήθη έχοντας ένα παρελθόν που κρύβει μια σειρά απο γεγονότα που προσπαθεί να σώσει γιατί δένουν το παρόν της χώρας της της Μαλαισίας με ένα παρελθόν που κρύβει πολέμους, εμφυλίους, εξορίες και στρατόπεδα συγκέντρωσεις και μια αδερφή που χάθηκε στην δίνη της ιστορίας. Η ηπερίπλοκη σχέση που δένει την ίδια με το περελθόν της είναι αυτή που τελικά συμφυλιώνει την λήθη με την συγχώρεση για όσα έγιναν (ή δεν έγιναν) στο παρελθόν.

Ακριβώς όπως η περιοχή της Μαλαισίας αποτελεί μα μίξη πληθυσμών και πολιτισμών έτσι και το The Garden of Evening Mists οδηγείται από αυτή την μίξη σε κάτι περίπλοκο που συνδυάζει την ανατολική σκέψη, την κινέζικη φιλοσοφία με την δυτική λογική (και την δυτική ποίηση που παίζει έντονο ρόλο στο βιβλίο). Ο Tan Twan Eng γράφει όσο λιτά χρειάζεται υπ’ αυτές τις συνθήκες για να καλύψει αυτή την ανάμιξη αλλά ταυτόχρονα η απλή του γραφή αυτή είναι τόσο συμβολικά διεισδυτική στα συναισθήματα αλλά και τις πράξεις της ηρωίδας στο παρελθόν και το παρόν.

Το Garden of Evening Mists έχει πολλές αρετές σαν βιβλίο και ο συγγραφέας από μια θέση ισορροπίας ανάμεσα στον δυτικό πολιτισμό και τον ανατολικό κόσμο, ανάμεσα στην δουλειά του (ειναι δικηγόρος) και στην συγγραφή, ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία ακροβατεί με τρόπο που πραγματικά είναι ζηλευτός. Ίσως γιατί αυτή η λεπτή ισορροπία να είναι τελικά η λύση. Και η κάθαρση.

‘The Life and Death of Peter Sellers’, Roger Lewis

•27 Σεπτεμβρίου, 2017 • Σχολιάστε

Βιογραφίες δεν διαβάζω. Τις βαριέμαι. Δεν με ενδιαφέρουν τα γεγονότα πίσω από μια ‘προσωπικότητα’ απλά γιατί συνήθως οι καλλιτέχνες εκφράζονται με το έργο τους πολύ περισσότερο από ότι με την καθημερινότητά τους. Ή τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε να είναι. Όμως επέλεξα να διαβάσω την βιογραφία αυτή του Peter Sellers σαν διάβασμα μεταξύ υπερατλαντικών πτήσεων ξέροντας ότι θα αντιμετωπίσω κάτι εξαιρετικά σοκαριστικό.

Χωρίς αμφιβολία ο Peter Sellers ήταν μεγαλοφυία. Όμως ξεδιπλώνοντας λίγο τις πτυχές των μεταμφιέσεών του βρίσκεις μια τεράστια απουσία και έναν απόλυτα κακό και μοχθηρό άνθρωπο. Έναν – προφανώς  διπολικό – χαρακτήρα που από μόνος του δε μπορούσε να σταθεί πουθενά και ουσιαστικά βολόδερνε ανάμεσα στις μιμήσεις και τις μεταμφιέσεις ψάχνοντας να βρει μια ταυτότητα τόσο ψεύτικη όσο και το σέλουλοιντ στο οποίο προβάλονταν οι ταινίες του.

Στη βιογραφία του διαδέχονται το ένα μετά το άλλο γεγονότα τα οποία σου σηκώνουν την τρίχα με την σκληρότητά και την αδιαφορία που έδειχνε στους άλλους ο Sellers. Και ταυτόχρονα δεν υπάρχει ουτε ψήγμα, ούτα μια απλή ιδέα που θα μπορούσε να κάνει τον αναγνώστη να νιώσει έστω λύπηση για την μοναξιά και την προφανή εσωτερική καταστροφή αυτού του ανθρώπου. Ακόμη και στο θάνατό του η περιγραφή της βιογραφίας είναι τόσο σκληρή που την κάνει κι αυτή ψεύτικη και τμήμα μιας κωμωδίας.

Προφανώς ο Roger Lewis δεν έχει κανένα ελαφρυντικό για τον Peter Sellers. Προφανώς γράφει μια σκληρή, ανατριχιαστική βιογραφία χωρίς να μπορέσει να αγαπήσει το πρόσωπο για το οποί γράφει. Αλλά ούτε και να το δει εντελώς αντικειμενικά. Σκοπός του είναι να σπάσει κομμάτια από το είδωλο ‘Peter Sellers’ όχι όμως μόνο με στοιχεία αλλά και με την δικιά του οπτική και την δικιά του ανάλυση. Το αποτέλεσμα είναι φυσικά κακό για την αντικειμενικότητα της βιογραφίας αλλά – κακά τα ψέμματα – καλό για τον αναγνώστη. Φτάνει βέβαια να του αρέσουν τα βιβλία τρόμου.

Η Hannah Arrendt τιτλοφορεί το βιβλιο για την δίκη του Adold Eichman: ‘Η κοινοτυπία του κακού’, συνειδειδητοποιώντας πως πίσω από τον μεσήλικα Eichmann βρίσκεται ο γείτονας της διπλανής πόρτας που είναι, τελικά, ικανός για το οτιδήποτε. Ο Peter Sellers όμως δεν ήταν κοινότυπος, ούτε μπανάλ, και ακόμη και οι εκφάνσεις του κακού πίσω απ΄τις πράξεις του εκφράζουν κάτι πολύ πιο περίπλοκο που μόνο μπανάλ δεν είναι. Ευτυχώς, όπως λέει και ο Roger Lewis, αυτός ο άνθρωπος έγινε μόνο ηθοποιός. Διαβάστε το βιβλίο για να μη μπορέσετε να ξαναδείτε ‘Το Πάρτι’με τον ίδιο τρόπο ξανά.

 

 

‘The Immolation’, Goh Poh Seng

•26 Ιουλίου, 2017 • Σχολιάστε

Οι καλύτερες επιλογές βιβλίων είναι συνήθως αυτές που κάνουμε μέσα σε βιβλιοπωλεία. Αυτές που στηρίζονται όχι στις εφήμερες κριτικές ή στο hype, αλλά που γίνονται ύστερα από ώρες ψαξίματος μπροστά από ράφια εκεί που το ξεφύλλισμα είναι απαραίτητος παράγοντας της επιλογής. Λυπάμαι πολύ που συνήθως αυτή η μαγεία μου λείπει, λυπάμαι που τα (περισσότερα) βιβλιοπωλεία έχουν καταντήσει σούπερ μάρκετ, λυπάμαι που ούτε το αναγνωστικό κοινό γενικίτερα, ούτε και οι “βιβλιόφιλοι” ειδικότερα δεν μπορούν να ξεπεράσουν την έννοια της μόδας για να πάνε λίγο παρακάτω. Στα βιβλία που δεν ενδιαφέρουν ‘κανέναν’, που γι αυτά δε θα γραφτεί κριτική, αλλά που ίσως να κρύβουν ξεχασμένα (ή απλά άγνωστα) αριστουργήματα – αν και η λέξη αριστούργημα είναι τόσο βαριά που δε θέλω να την χρησιμοποιώ τόσο εύκολα.

Το The Immolation ήταν το κατάλληλο βιβλίο για να διαβάσω σαν συνέχεια απ΄το The Terrorist (αν και διάβασα άλλα δύο ενδιάμεσα για τα οποία ίσως γράψω αργότερα). Η φιλοσοφία πίσω απ το Immolation είναι αυτή της ψυχοσύνθεσης ενός κομμουνιστή μαχητή των ΒιετΚονγκ και η πορεία του από την αρχική νεανική επαναστατική φύση στην τελική απογοήτευση. Βιβλία για τον πόλεμο του Βιτενάμ έχουν γραφτεί πολλά αλλά ομολογώ απ΄την πλευρά των ΒιετΚονγκ δεν γνωρίζω κανένα και ήλθε λίγο σαν έκπληξη αυτή η ανάλυση αυτού του εξαιρετικά δυναμικού συγγραφέα.

Ο Goh Poh Seng προσπαθεί να σκιαγραφήσει ένα καθαρά βαθύ και προσωπικό ζήτημα του ήρωα πίσω απ΄την πλοκή που μπορεί να μην είναι πολύ πυκνή αλλά είναι ακριβώς τόση όση χρειάζεται για να οδηγήσει ήρωα και αναγνώστη στην τελική κάθαρση (ή συντριβή) η οποία όμως έρχεται εντελώς μη αναμενόμενη και με τρόπο που δεν έχει σχέση με κανένα χάπι έντ αλλά απλά με την συνειδητοποίηση και την ωρ΄μανση του ήρωα για το τι είναι σημαντικο και τι όχι στην ζωή και στον κόσμο.

Ο συγγραφέας αναπτύσσει μια καθαρά Χαιντεγκεριανή φιλοσοφία πίσω από τον ήρωα και την δένει αριστουργηματικά με τις  βουδιστικές διδαχές της μέσης οδου. Η ίδια του η προσωπική σύνδεση με την Δύση (όπως και του ήρωα) φαίνεται να τον τοποθετεί σε μια ευαίσθητη ισορροπία η οποία εύκολα θα μπορούσε να χαθεί – τόσο στο πλαίσιο της ζωής του όσο και στο ίδιο το βιβλίο. Παράλληλα το βιβλίο βρίσκεται επίσης σε μια εξαιρετικά λεπτή ισορροπία γλώσσας και πλοκής που ομολογώ ότι ζήλεψα για το βάθος και την απλότητά της.

Από κει και πέρα θεωρώ τον εαυτό μου μόνο κερδισμένο απ’ αυτή την ανάγνωση. Δεν περιμένω να ψάξει κανείς αυτό το βιβλίο και δεν περιμένω να το μεταφράσει κανεις εκδότης στα ελληνικά.  Θα ήταν όμως ευτύχημα να μπορούσαμε να βρούμε άγνωστα βιβλία σαν κι αυτό και σε βιβλιοπωλεία στην Ελλάδα…

‘Terrorist’, John Updike

•7 Ιουλίου, 2017 • Σχολιάστε

Στο τελευταίο μου ταξίδι στο Λονδίνο οι φίλοι και οι συνεργάτες, επηρεασμένοι από το τελευταίο τρομοκρατικό χτύπημα επαναλάμβαναν στη συζήτηση ένα θέμα που τους είχε προβληματίσει: πως είναι δυνατόν ένας ένθρωπος ο οποίος παίρνει μια καθαρά αγγλική εκπαίδευση και που δεν ανήκει στο περιθώριο και που δεν είναι καν χαζός να καταλήγει να γίνεται τζιχαντιστής και τρομοκράτης; Ποιός είναι ο δρόμος που οδηγεί από την χαρντ κορ middle class στην τρομοκρατία (και έχει σχέση με οτιδήποτε άλλο από την αφόρητη βαρεμάρα που νιώθει ένας τινέιτζερ όπως αντιμετωπίζει τον κόσμο);

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι καθαρά, πεντακάθαρα, γραμμένη στο πλαίσιο του Terrorist του Updike.  Το βιβλίο βασικά έχει καθαρά αυτό το ερώτημα σα σκοπό: να ψυχογραφήσει έναν έξυπνο νεαρό τρομοκράτη μπροστά από το πλαίσιο της σύγχρονης αμερικής (και γενικότερα της δυτικής κοινωνίας) και να χαράξει όλη την αλληλεπίδραση μεταξύ του προσώπου και του πλαισίου που οδηγεί προς την τελική διαμόρφωση. Το εντυπωσιακό με τον Updike στο συγκεκριμένο (αλλά όχι μόνο) βιβλίο είναι ότι με ένα εξαιρετικά οξυδερκή τρόπο χρησιμοποιεί το κλισέ εκεί που χρειάζεται γιατί ακόμα και οι κοινοτυπίες έχουν τουν σημασία τους (και δεν θα ήταν κλισέ αν δεν ήταν επαναλαμβανόμενα παντού). Το ίδιο το βιβλίο όμως είναι πολύ μακριά από μια συνολική κοινοτυπία αλλά είναι μια εξαιρετική καταγραφή της αμερικανικής middle class  ζωής με τον τρόπο με τον οποίο ο Updike γνωρίζει τόσο καλά να περιγράφει σε άλλα έργα του (όπως στον  Rabbit). H διαφορά όμως ανάμεσα στα βιβία του Rabbit και στο Terrorist είναι στους στρόπους με τους οποίους η εσωτερική σύγκρουση και η middle class αισθητική εμφανίζεται να εξελίσσει την πλοκή αλλά και τους χαρακτήρες των προσώπων. Ο ήρωας του Terrorist θα μπορούσε να ήταν ο ίδιος ο Harry “Rabbit” Angstrom, οι διαφορές δεν είναι μεγάλες και οι διαδικασία που οδηγεί τελικά στην τρομοκρατία φαντάζει εκπληκτικά (και τρομακτικά [excuse the pun]) φυσιολογική…

Θεωρώ, όπως έχει πει αρκετές φορές, τον Updike τεράστιο συγγραφέα και βιβλία σαν το terrorist πίσω από τις απλουστεύσεις της πρωτοεπίπεδης ανάγνωσης οδηγούν σε έναν βαθύτερο αναλυτή της human condition  που δεν χρειάζεται τερτίπια κανενός είδους για να περάσει την συντριβή, την πλήξη και το απόλυτο κενό που αντιμετωπίζουμε όλοι μας. Παρόλα αυτά ο Updike δεν κρύβεται πίσω απ΄το δάχτυλο της σοβαροφάνειας (πρέπει να είναι απ΄τους λίγους συγγραφείς που δεν φοβάται να χαμογελάσει ή να γελάσει στις φωτογραφίες) και αναπτύσει την πλοκή και τους ήρωές του με ένα τρόπο που ακριβώς επειδή δεν είναι σοβαροφανής είναι μοναδικός. Το Terrorist τελειώνει με ένα κεφάλαιο που έχει σασπένς σαν ταινία του Χιτσκοκ, ενώ το τέλος είναι άκρως απαισιόδοξο, τόσο για τον ήρωα όσο και για όλους μας που ελπίζουμε και πιστεύουμε σε κάτι.

‘A Beautiful Question: Finding Nature’s Deep Design’, Frank Wilczek

•20 Ιουνίου, 2017 • Σχολιάστε

Τι καλύτερο στα μάτια ένος μη-επιστήμονα από την σύνδεση της επιστήμης με το ‘ωραίο’. Και τι καλύτερο μάλιστα όταν ο συγγραφέας του βιβλίου έχει πάρει Νόμπελ φυσικής για ένα θέμα τόσο ‘ωραίο’ όσο η δύναμη που συγκρατεί τα κουάρκ μεταξύ τους. Συνδυασμός που θα μπορούσε να δημιουργήσει αριστούργημα. Συνδυασμός όμως που τις περσσότερες φορές μπορεί να οδηγήσει στην απόλυτη καταστροφή. Όπως εδώ.

Το πρόβλημα εδώ ξεκινά από το γεγονός ότι ο μέσος νομπελίστας σήμερα δυστυχώς δεν είναι αρκετά ευρύς στις γνώσεις του, και δεν εμβαθύνει αρκετά ώστε να μπορέσει να υπστηρίξει μια επιστημονική-αισθητική σύνδεση με έναν τρόπο που θα μπορούσε να πει κανείς ότι ταιριάζει στο πλαίσιο της επιστημονικής μεθόδου. Κι έτσι, ενώ πχ ο Wilzcek ξοδεύει μόλις λίγες σελίδούλες για να μιλήσει για την έννοια του ωραίου στη μουσική και για τα ευρήματα του Πυθαγόρα και καταλήγει σε ένα αμφιλεγόμενο αν όχι εντελώς fake συμπέρασμα ο πολύ παλιότερος Helmholtz ξοδεύει 500 σελίδες στον Tonenmpfindungen για να συνδέσει την ακουστική, με την κυματική με την φυσιολογία για να καταλήξει σε συμπεράσματα που είναι όχι απλά ενδεικτικά αλλά και ως επιστήμη πολύ πιο όμορφα!

Η προσπάθεια του Wilzcek προσπαθεί να στηριχτεί σε γενικότητες και σε τμήματα της έρευνάς του που γνωρίζει καλά για να μιλήσει για την αισθητική άποψη της φύσης και της επιστήμης όμως είναι πορφανές ότι από μόνο του δεν φτάνει και μπορεί να μην φτάνει κανείς να πει διαβάζοντας το βιβλίο ότι διαβάζει απόλυτες αηδίες, όμως διαβάζει ένα ανεπαρκές βιβλίο μετριότητας που στηρίζεται σε έναν εγωισμό και σε μια οπτική γωνία πολύ περιορισμένη. Και μπορεί αυτό να μην είναι καθαρά εμφανές σε κάποιον που δεν είναι επιστήμονας όμως σε κάποιον που ασχολείται με την επιστήμη είναι κάθε άλλο απο προφανές.

Παρόλα αυτά το βιβλίο δεν είναι απόλυτα κακό αν κάποιος αναρρωτιέται συνεχώς γι’ αυτά που διαβάζει και αν μπορεί να τα αποτιμήσει με βάση τόσο τις επιστημονικές οσο και τις φιλοσοφικές του γνώσεις. Το Quark and the Jaguar όμως του πραγματικού universal scientist Murray Gell-Mann είναι κλάσεις ανώτερο για την σύνδεση της επιστήμης με την πολυπλοκότητα και κατ’ επέκταση με το ‘ώραίο’.

‘The 7th Function of Language’, Laurent Binet

•15 Μαΐου, 2017 • Σχολιάστε

Ακούγεται συχνά ότι το δέυτερο βιβλίο είναι αυτό που ή φτιάχνει ή χαλάει έναν συγγραφέα. [Το δικό μου δεύτερο βιβλίο για λόγους beyond my control κλείστηκε σε ένα συρτάρι και αμφιβάλω αν θα καταφέρει ποτέ να βγεί από εκεί. Παρόλο που εκείνη τη στιγμή που κατάλαβα την μοίρα του απογοητέυτηκα, τελικά έγραψα το τρίτο μου βιβλίο το Nyos]. Ειδικά στην περίπτωση του Binet ύστερα από το εξαιρετικό HHhH περίμενα κάτι εξίσου εντυπωσιακό, ή μάλλον και κάτι ακόμα περισσότερο.

Δυστυχώς το αποτέλεσμα ήταν άκρως απογοητευτικό. Η ιδέα του βιβλίου είναι πραγματικά καλή και η αρχική ανάπτυξη της ιδέας δείχνει τμήματα της δεξιοτεχνίας και της εξυπνάδας απ΄την οποία ήταν γεμάτο το HHhH. Όμως ξαφνικά, κάπου στην σελίδα 100 αντιλαμβάνεσαι πως παρά την φιλότιμη προσπάθεια, παρά τις ‘αστείες’ σκηνές και την λεπτή (και χοντρή) ειρωνία προς τους γάλλους διανοούμενους, κάπου εκεί αντιλαμβάνεσαι πως δεν φτάνει η ιδέα αυτή αλλά ούτε και η ανάπτυξή της να καλύψει το γεγονός ότι ο Binet το παράκανε.

Το αποτέλεσμα είναι ένα διανοουμενίστικο υποκατάστατο βιβλίου του Νταν Μπράουν με πολύπλοκη πλοκή χωρίς ουσιαστικό νόημα και με κενά απ’ τα οποία θα μπορούσε να χωρέσει ο Τιτανικός. Το χειρότερο όλων όμως είναι η ακατάστατη φλυαρία του βιβλίου που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι το μισό σε μέγεθος. Χωρίς αμφιβολία υπάρχουν δεκάδες έλληνες συγγραφείς που γράφουν καλύτερα βιβλία και με καλύτερο τρόπο από τον Binet. [Κάποια στιγμή ίσως θα πρέπει να αρχίσουμε να το βλέπουμε αυτό πριν εκθειάζουμε τον κάθε δευτεροκλασάτο συγγραφέα που τυχαίνει να μεταφράζεται].

Ο λόγος που το δεύτερο βιβλίο είναι τόσο κρίσιμο είναι γιατί τις περισσότερες φορές ο συγγραφέας υπερεκτιμά τις δυνατότητές του σε σχέση και με την κριτική που εισπράττει το πρώτο του βιβλίο και έτσι βάζει ένα στόχο πολύ πέρα από τις συγγραφικές και προσωπικές του δυνάμεις. Ο ώριμος συγγραφέας είναι αυτός που καλύπτει την έπαρση της πρώτης επαφής με την κριτική και με τις υπερβολές και φροντίζει να καλύψει τα κενά του στο επόμενο βιβλίο. Γιατί η γραφή είναι μια προσωπική εξέλιξη που θα πρέπει να την κατευθύνεις με τον καλύτερο τρόπο ώστε να μην αφήσεις να σε κατευθύνει η αδυναμία, η αλαζόνεια και η υπερβολή. Οι οποίες, ειδικά αν δεν έχεις βύσμα στον χώρο των κριτικών και των μίντια, οδηγούν στη σαβούρα, στην βαρεμάρα και στην τελική εξαφάνιση.

Πολύ κρίμα για τον Binet… Ευτυχώς υπάρχουν και τα τρίτα βιβλία.