‘Τρεις Ταλαίπωροι Τίγρεις’, Γκιγιέρμο Καμπρέρα Ινφάντε

Αναρρωτιέμαι κάποιες φορές αν ο Τζόυς – τον οποίο και υπεραγαπώ – έχει στ’ αλήθεια να πει κάτι στον κόσμο του σήμερα. Κατ’ αρχάς εξετάζοντάς το εντελώς κυνικά, αν εξαιρέσει κανείς τον Ulysses το υπόλοιπο έργο του αποτελείται από μια βαρετή συλλογή διηγημάτων, ένα αδιάβαστο μυθιστόρημα και μια ημι-αυτοβιογραφική νουβέλα που δρα μονάχα σαν εισαγωγή στον Ulysses χωρίς να προσφέρει πολλά παραπάνω. Ακόμη και ο ίδιος ο Ulysses αποτελείται από μια σειρά από άνισα κεφάλαια που σε ένα τεράστιο μέρος αναγνωστών προκαλούν περισσότερο σύγχυση παρά απόλαυση. Και μπορεί στο πλαίσιο της εποχής του να ήταν σημαντικός σαν breakthrough όμως σήμερα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί σαν τίποτε άλλο από μια σειρά λεκτικών και ενοιολογικών ασκήσεων με καθαρά ιστορική και όχι ουσιαστική σημασία ή επιρροή.

Θα μπορούσε μάλιστα κανείς να ισχυριστεί πως το ίδιο ισχύει και για το μεγαλύτερο μέρος των συγγραφέων του μοντερνισμού οι οποίοι μάλλον σήμερα εμφανίζονται ως προπομποί της σύγχρονης λογοτεχνίας η οποία δρα σαν μια μορφή ‘διόρθωσης’ σε κάποιες από τις ακρότητες του μοντερνισμού επαναφέροντας το λογοτεχνικό σύστημα σε μια ισορροπία.

Το ‘Τρεις Ταλαίπωρες Τίγρεις’ του Κουβανού Γκιγιέρμο Καμπρέρα Ινφάντε βρίσκεται σε μια περίεργη θέση. Αν και είναι ένα καθαρά μοντερνιστικό βιβλίο είναι γραμμένο το 1966 σε μια περίοδο που ο μοντερνισμός ουσιαστικά έχει τελειώσει. Μπορεί οι περισσότερες αναφορές για το βιβλίο να μιλούσαν για τον Τζόυς σαν άμεση επιρροή του Ινφάντε, εγώ όμως δεν μπόρεσα να το περιορίσω μόνο εκεί. Μέσα στο ‘Τρεις Ταλαίπωρες Τίγρεις’ υπάρχουν επιρροές, αναφορές και εκδηλώσεις συγγραφέων όπως ο Τζους και η Γούλφ αλλά και ποιητών όπως ο Έλιοτ και ο Πάουντ. Ταυτόχρονα όμως φαίνεται να εκδηλώνεται στην γραφή του Ινφαντε μια αλλαγή που αγγίζει το μετα-μοντέρνο κίνημα αλλά που ουσιαστικά προβληματίζει τον Ινφάντε η αλλαγή αυτή σε σχέση με τον καθαρό μοντερνισμό που πιστεύω πως ήθελε να γράψει. Όμως τελικά αυτό είναι το μεγάλο προσόν του βιβλίου το οποίο μπορεί να μην λειτουργεί σε μια τέλεια ισορροπία, αλλά τουλάχιστον δεν λειτουργεί σαν μια φθηνή αντιγραφή των συγγραφέων του 1920.

Οι ‘Τρεις Ταλαίπωροι Τίγρεις’ είναι κάτι παραπάνω από αντιγραφή ή μίμηση. Είναι μια ιδιότυπη εξέλιξη, ένας χαμένος λογοτεχνικο-βιολογικός κρίκος, η οποία λειτούργησε σαν καταλύτης για να αναιρέσει τον αρχικό μου ενδοιασμό για την σημασία του Τζόυς και των υπολοίπων μοντερνιστών στην σημερινή λογοτεχνία. Ίσως για κάποιους ακούγεται σαν ακράιος αφορισμός όμως δεν μπορείς σήμερα να γράψεις σύγχρονη λογοτεχνία αν δεν έχεις μελετήσει τους μοντέρνους, και δεν μπορείς να διαβάσεις σύγχρονη λογοτεχνία αν δεν τους έχεις προηγουμένως διαβάσει.

~ από basileios στο 21 Δεκεμβρίου, 2009.

4 Σχόλια to “‘Τρεις Ταλαίπωροι Τίγρεις’, Γκιγιέρμο Καμπρέρα Ινφάντε”

  1. Χωρίς να συμφωνώ με τις κρίσεις περί του έργου του Τζόυς αλλά ούτε και να μπορώ να διαφωνήσω καθώς για μένα παραμένει κεφάλαιο ανοιχτό (έχω διαβάσει μόνο τα διηγήματα και το πορτραίτο) θα ήθελα να σου επιστήσω την προσοχή στους Νεκρούς. Πιστεύω ότι είναι ένα αριστουργηματικό διήγημα και ξεχωρίζει από τη συλλογή του.

  2. το σχολιο περι Τζους ειναι λίγο tongue-in-cheek. στο όνομα Τζους σκέψου τον σαν εκπροσωπο του μοντερνισμού. Σίγουρα η ανάλυση της λεπτομέρειας είναι διαφορετική.

  3. Αγαπητέ Βασίλειε ευτυχώς η κατακλείδα του άρθρου σου κάπως αρνείται την εύκολα αφοριστική πρώτη σου παράγραφο. Και λέω «εύκολα» μετά λόγου γνώσεως: τα επιχειρήματά σου, όλα μα όλα, είναι τόσο παλαιά όσο και το βιβλίο. Χρησιμοποιήθηκαν ζώντος του Τζόις, επανελήφθηκαν σε διάφορες περιφερειακές λογοτεχνίες όπως η δική μας, από αδαείς αναγνώστες και, εντέλει, οδήγησαν σε ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση ως προς την πρόσληψη του έργου του. Εδώ φυσικά δεν γίνονται τέτοιες συζητήσεις αλλά και τέτοιου μεγέθους αφορισμοί κατακυρώνουν τον αγνωστικισμό ως κριτική θεωρία. Ο Τζόις σήμερα, whether one likes it or not, είναι απλά ένας κλασικός, ένας κλασικός με ένα τεράστιο σε ποιότητα και ενδιαφέροντα κειμενικό σύμπαν που, επαναλαμβάνω, whether one likes it or not, είναι εκεί προς διαρκή, in progress, ανάγνωση. Κανείς σήμερα, σε όλον τον κόσμο, δεν τολμά να ξεμπερδέψει τόσο απλοϊκά με το Πορτρέτο του Καλλιτέχνη. Κανείς. Και κανείς δεν μπορεί να το αναπαράγει με την μαστοριά, την λεπταισθησία και την πειστικότητα του Ιρλανδού. Οι μεσευρωπαίοι Χέρμαν Μπροχ , Τόμας Μπέρχαντ , Πίτερ Χάντκε (ο τελευταίος ιδιαιτέρως στους «Κηφήνες ») οι λατίνοι Καμπρέρα και Λίμα, ο Ιταλός Κάρλο Εμίλιο Γκάντα, ο αμερικάνος Τόμας Πίντσον, όλοι σπουδαίοι μάστορες, υπάρχουν επειδή διάβασαν στο μάκρος της δημιουργικής τους ζωής το bulky σύμπαν του Ιρλανδού.
    Τα περί μοντερνισμού είναι ΕΝΤΕΛΩΣ άλλη κουβέντα, έρχονται δεύτερα. Προέχει εδώ η ανάγνωση και μόνον η ανάγνωση του έργου. Η κριτική, σε βάθος χρόνου, ανάγνωση. Η αργή, με περίσκεψη και σεμνότητα, ανάγνωση του Έργου.

  4. αγαπητε Αρη από ότι γνωρίζεις λατρεύω τον joyce. όχι μόνο γιατι είναι κατεξοχήν ο εκπρόσωπος του ‘slow reading’ που λες και σύ μα γιατί είναι βαθιά ‘λογολάγνος’. Πρέπει να είσαι ερωτευμένος με την γλώσσα σαν τον Joyce για να τον καταλάβεις, να τον απολαύσεις σε μικρά και μεγάλα τμήματα και γι αυτό συμφωνώ 100% σε αυτό που λες. Το σχόλιό μου είναι περισσότερο tongue in cheek παρά ουσιαστική κριτική και γι αυτό και η κατάληξη του κειμένου είναι πως ο Joyce είναι τόσο ουσιαστικό και παρόν κομμάτι της σύγχρονης λογοτεχνίας που δεν μπορείς να τον αναιρέσεις με τον τρόπο με τον οποίο – υποτίθεται – το έκανα στην πρώτη παράγραφο. Αυτό ακριβώς ορίζει και τη γιγάντια παρουσία του στον χώρο της λογοτεχνίας σήμερα.

    Το σίγουρο είναι ένα: στον γρήγορο αναγνώστη δεν θα αρέσει ο Joyce. Είτε το 1920 είτε σήμερα. (και το ίδιο ισχύει και για τους Μπροχ, πιντσον, Γκαντίς κλπ). Και η προ-Χριστουγέννων κουβέντα σου για μια πιο ‘αργη’ ζωή (γενικότερα) είναι απόλυτα σωστή. Σε ευχαριστω όπως πάντα για το σχόλιο.

Σχολιάστε